Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Ο ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗ


Ο Νίκος Παπαδογιάννης (εφεξής Ν.Π.) ανήκει στην παλαιά, την πρώτη ουσιαστικά, γενιά της ελληνικής μπασκετικής δημοσιογραφίας (ο Συρίγος κι ο Σκουντής αποτελούν μόνοι τους μια ξεχωριστή κατηγορία).


Από το Mega και το Τρίποντο (το οποίο, όπως και για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, αποτελεί σταθμό στην πορεία του) στην Ελευθεροτυπία και τη Nova, όπου αποτέλεσε μέλος της καλύτερης (μπασκετικής) συντακτικής ομάδας που έχει υπάρξει σε ελληνικό μιντιακό μέσο, πιο πρόσφατα στη Sportday και σήμερα στο Gazzetta, μοιάζει ν’ αποτελεί σαρξ εκ της σαρκός του μπασκετικού τοπίου, σχολιάζοντας συνήθως εύστροφα και με ικανοποιητικό επίπεδο λόγου την επικαιρότητα.

Είναι φαινομενικά παράδοξο, κι άδικο ίσως, το όνομα του να γράφεται δίπλα στη λέξη εθνικισμός. Είναι από τους λίγους αθλητικογράφους με ανεπτυγμένο κοινωνικοπολιτικό αισθητήριο, αφήνοντας συχνά να διαφανούν στοιχεία αριστερής πολιτικής ταυτότητας. Έχει ξύσει πολλές φορές την επιφάνεια της υπόθεσης του Γιάννη Αντεντοκούμπο, δε διστάζει ενίοτε ν’ αφήνει το μπάσκετ στο υπόβαθρο των κειμένων του προκρίνοντας μια διαφορετική, προοδευτική εν πολλοίς, ατζέντα -με εξαιρέσεις βέβαια κι όχι πάντα απαλλαγμένη από στερεότυπα- ενώ συχνά βάλει κατά της συζυγίας παθογενειών κι αγκυλώσεων που ονομάζεται ελληνικός χουλιγκανισμός (έχοντας υπάρξει και θύμα του).

Η λέξη, ωστόσο, χρησιμοποιείται εντός πολύ συγκεκριμένου πλαισίου: ο προσδιορισμός που υπάρχει στον τίτλο, μπασκετικός, είναι εξίσου δηλωτικός με την έννοια που ακολουθεί, εθνικισμός, έστω κι αν οι δυο λέξεις, προφανώς, μεταφέρουν εντελώς διαφορετικό φορτίο. Στο παρόν κείμενο δε μας απασχολούν οι πολιτικές απόψεις του Ν.Π., αλλά μια υποκατηγορία αυτών περισσότερο περίκλειστη εντός μπασκετικών δεδομένων: η σχέση του με την Εθνική Ομάδα. 

Για να καταλάβει κανείς αυτήν τη σχέση οφείλει να κοιτάξει, συνοπτικά έστω,  τις επιπτώσεις του ’87, γεγονός-ορόσημο στη σύγχρονη μπασκετική ιστορία της χώρας. Δύο ήταν, λοιπόν, οι βασικές επιπτώσεις εκείνης της επιτυχίας (σε συνάρτηση με το στόχο του παρόντος κειμένου): πρώτον, επανακαθόρισε σε απόλυτο βαθμό τη σχέση του Έλληνα, και του μπασκετογράφου ειδικότερα, με την Εθνική Ομάδα, και, δεύτερον, αποτέλεσε το γεγονός στο οποίο, όπως συμβαίνει συνήθως όπου υπάρχει μια πτυχή ακραία συμβολική, μπορούσε κανείς να επιστρέφει με έντονα νοσταλγική διάθεση. Η νοσταλγία, ως γνωστόν, είναι ο θεμέλιος λίθος κάθε συντηρητισμού.

Κάτι ακόμα που πρέπει να σημειωθεί, για να συμφιλιώσουμε τη χρήση της λέξης  εθνικισμός με την αριστερή ταυτότητα που δείχνει να απορρέει από τα κείμενα του Ν.Π., είναι ο τρόπος που η Αριστερά, κομμουνιστογενής κατά βάση, υποδέχτηκε τότε το γεγονός. Διαβάζουμε στο Λεξικό της Δεκαετίας του ’80: «Τη μεγαλύτερη ίσως δυσκολία οικειοποίησης της νίκης αντιμετώπισε η Αριστερά. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, μέχρι την τελευταία στιγμή τα μέλη της ιδιαιτέρως αμήχανης Κ.Ν.Ε, συζητούσαν συστηματικά προσπαθώντας να δώσουν απάντηση αν στον τελικό θα έπρεπε να υποστηρίξουν την Εθνική Ελλάδος ή την Ε.Σ.Σ.Δ, για την οποία η πρωταγωνιστική θέση στον παγκόσμιο αθλητισμό ήταν κεντρικής πολιτικής σημασίας. Την επαύριον όμως της κατάκτησης του τροπαίου η αριστερή (προφορική) εκλογίκευση της συμμετοχής στη εθνική λαϊκή γιορτή του δρόμου προσέδωσε στοιχεία αριστερής ταυτότητας στα μέλη της ομάδας και εξαφάνισε κάθε δισταγμό οικειοποίησης της νίκης». 

Αυτό που δεν αναφέρει ρητά το Λεξικό, όμως, είναι ότι τα στοιχεία αυτά (η προέλευση του Πολίτη από την «αριστερή Καισαριανή», ο εργατικής προέλευσης Καμπούρης, παλαιότερη συμμετοχή του Φασούλα στην Κ.Ν.Ε κλπ) ήταν προσχηματικά –μια προσπάθεια δικαιολόγησης της συμμετοχής σε μια γιορτή στην οποία η σημαία κι η εθνική συνείδηση είχαν κυρίαρχο χαρακτήρα, μ’ όσα αυτό συνεπάγεται για την υπέρβαση των μπασκετικών-αθλητικών ορίων στην πρόσληψη της επιτυχίας.

Στην περίπτωση του Ν.Π., το μείγμα όλων των παραπάνω εκφράζεται ως μια μορφή έντονου οπαδισμού, καλυμμένη σε πρώτη ανάγνωση πίσω από δημοσιογραφικές προφάσεις αντικειμενικότητας, αλλά έχοντας στην ουσία απεμπολήσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να την καταστήσει δημοσιογραφική. Με διαφορετικούς όρους: όταν ο Ν.Π. γράφει για την Εθνική Ομάδα, δεν το κάνει με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, αλλά με εκείνη του οπαδού –κι ακόμα κι αν οι δύο ιδιότητες συχνά συγχέονται μεταξύ τους στα συγκεκριμένα κείμενα, κυρίαρχη παραμένει η δεύτερη. Κι ο οπαδισμός κάθε τι εθνικού τέμνεται de facto με εθνικιστικές συμπεριφορές και προσλήψεις.

Μετά απ’ όλα αυτά δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα συγκεκριμένα στοιχεία στο λόγο του Ν.Π:


Απομαγνητοφωνούμε φράσεις που αντιστοιχούν μ’ όσα γράψαμε παραπάνω: «ένα θαύμα απ’ αυτά που παράγει η ελληνική ψυχή», «μια ομάδα αμιγώς ελληνική χωρίς εξώγαμα και μαϊμούδες», «αυτοί που κάποτε θα παίζουν στο ΝΒΑ χάζευαν τους μάγους μιας άλλης φυλής, τα παιδιά ενός ανώτερου Θεού», το παντελώς αχρείαστο πλάνο με το σύνθημα κατά των Τούρκων (δε συμμετείχαν καν στο Τουρνουά) και την προβολή μιας δήλωσης του Καράγκουτη που αναφέρεται ξανά σε μαϊμούδες (ο Ν.Π. τη χαρακτηρίζει «διαμαρτυρία»).

Το πρόδηλα ρατσιστικό πρόσημο του ρεπορτάζ ενδεχομένως να υπήρξε μια άτυχη στιγμή στην καριέρα του, αλλά είναι ενδεικτικό του κλίματος εντός του οποίου μεγάλωσαν κι ανδρώθηκαν πολλοί από τους σημερινούς πρωταγωνιστές του μπασκετικού/δημοσιογραφικού στερεώματος. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως η ίδια λεκτική ένταση που παρατηρείται στο παραπάνω βίντεο επανεγγράφεται με όρους νοσταλγίας στο σημερινό λόγο του Ν. Π.: 

H πρώτη χαιρετούρα που αντάλλαξα μόλις έφτασα στο ραντεβού των (πλην ενός…) ημίθεων του 1987 ήταν με τον Αργύρη Καμπούρη, τον «τίμιο γίγαντα» που υπέγραψε με τα ροζιασμένα χέρια του οικοδόμου το πιστοποιητικό του θαύματος. Το δεξί μου χέρι δεν θα το ξαναπλύνω ποτέ.

Και λίγο παρακάτω στο ίδιο κείμενο:

Έβλεπα μπροστά μου αυτή τη γλυκιά, ευλογημένη «συμμορία» και ανατρίχιαζα σύγκορμος. Τους έσφιγγα το χέρι και ένιωθα σαν να έμπαινα σε κάποια παλιά, αγαπημένη ταινία.

Η οπαδική αυτή πρόσληψη, η απόλυτη ταύτιση που προβάλλεται και συμβολικά στη φράση για τη χειραψία με τον Καμπούρη, δε θα ήταν τόσο προβληματική (παρά μόνο για την επαγγελματική του αξιοπιστία) αν δεν προσπαθούσε να επιβληθεί ως ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο όλοι οι υπόλοιποι (φίλαθλοι, παίκτες και προπονητές, δημοσιογράφοι) οφείλουν να αντιμετωπίζουν την Εθνική Ομάδα. Το σύνολο των γαλανόλευκων κειμένων του Ν.Π. , υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια να παρουσιάσει μια δική του αφήγηση την οποία  προσπαθεί έντονα να παγιώσει και να επιβάλλει: η αφήγηση αυτή συνοψίζεται στην τάση του να προκρίνει τη συμμετοχή στην Εθνική όχι σαν θεσμική υποχρέωση, όπως ορίζεται από το καταστατικό της ΕΟΚ, αλλά ως ηθική ευθύνη. 

Πολλά αποσπάσματα θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να παγιώσουμε την τελευταία μας πρόταση, αλλά χρησιμοποιούμε το πλέον ενδεικτικό:

Η Εθνική ομάδα θα έπρεπε να είναι καθήκον και υποχρέωση. Όχι προαιρετική επιλογή. Δεν απαιτώ να παίξει κάποιος με το ζόρι. Απαιτώ να θέλουν όλοι.

Όποιος δε θέλει (για λόγους προφύλαξης, πιθανού συμβολαίου ή οικογένειας), ακόμα κι όποιος δεν μπορεί (για λόγους κόπωσης, μικροτραυματισμού ή αποκατάστασης) χαρακτηρίζεται από τον Ν.Π. ως βαριεστημένος, φυγόπονος, τεμπέλης ή φιλοχρήματος, και γίνεται δέκτης μιας κακόγουστης ειρωνείας η οποία, εκφράζοντας δικές της συναισθηματικές αγκυλώσεις, υποκρίνεται ότι εκπροσωπεί το απόλυτο ιδανικό του Ελληνικού μπάσκετ.

Το παράλογου αυτού του τρόπου σκέψης αναδεικνύεται σε μια σειρά από παράδοξα που πληροφορούν το λόγο του Ν.Π. για το συγκεκριμένο θέμα:

1) Σε όσους παίκτες δηλώνουν παρών αναγνωρίζεται η αυτοθυσία και το ρίσκο τους, δηλαδή αναγνωρίζονται λόγοι ικανοποιητικοί για να αρνηθούν την πρόσκληση, αλλά, όταν ένας παίκτης επιλέγει να απέχει, οι ίδιοι λόγοι γίνονται υποσημειώσεις ανάξιες αναφοράς.

2) Ο Ν.Π. παραθέτει το σχόλιο ενός μπλόγκερ το οποίο καταλήγει ως εξής: «Κουραστήκαμε να βλέπουμε το 80% [των παικτών] να μη νοιάζεται για την Εθνική και το μέλημά τους να είναι η οπαδική προσέγγιση» (αλλού αναπαράγει κι ο ίδιος αυτήν την άποψη). Οι παίκτες, δηλαδή, παρουσιάζονται ως ομοτράπεζοι του οπαδισμού, ως αυτοί που ταΐζουν και συντηρούν το φαινόμενο, ως αυτοί που με τις επιλογές τους του επιτρέπουν να μεγεθύνεται αντί να προσπαθούν πάση θυσία να το περιορίσουν. Δε θα σχολιάσουμε, πόσο μάλλον ν’ αναλύσουμε, το αν οι παίκτες ενισχύουν ανάλογα φαινόμενα με την απόφασή τους να μην παίξουν για την Εθνική –και σταματάμε εδώ, γιατί η επίκληση της κοινής λογικής, όταν γίνεται έναντι μιας τέτοιας φτηνής επίθεσης, είναι αναπόφευκτο να πάρει τη μορφή αφόρητης κοινοτυπίας.

3) Το πιο εξόφθαλμο δείγμα στείρου οπαδισμού, ωστόσο, εντοπίζεται πριν την έναρξη του φετινού προ-ολυμπιακού τουρνουά, όπου ο Ν.Π. δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ένα διαστρεμμάτι, σινιόρε, στο οποίο, κυριολεκτικά, εύχεται τον τραυματισμού κάποιου αντίπαλου παίκτη (την άποψη αναπαρήγαγε και σε δεύτερο κείμενο):

Όσο παρακολουθούσα τους τελικούς της Ιταλίας και της Τουρκίας έκανα βουντού στους παίκτες που θα βρει η Εθνική μας απέναντί της στο προ-ολυμπιακό τουρνουά. Χάθηκε να πάθει ένα διαστρεμματάκι ο Ντατόμε; Μια μικρή θλάση ο Τζεντίλε; Ο Σάριτς, έστω; Όχι τίποτε σοβαρό, ίσα-ίσα για να χάσουν 3-4 εβδομάδες δράσης.

Πόσο διαφέρει αυτή η άποψη απ’ όσους, κρεμασμένοι από τα κάγκελα κάποιου πετάλου ή απλωμένοι σε court seat πολυθρόνες, επαναλαμβάνουν αυτήν κι ανάλογες ευχές; Μηπως αυτός είναι ο ορισμός της «οπαδικής προσέγγισης» που ο ίδιος απαιτεί από τους παίκτες να καταπολεμήσουν; Μήπως κι ο ίδιος, τελικά, είναι μέρος του προβλήματος;

Όλες οι αντιδράσεις του Νίκου Παπαδογιάννη φανερώνουν έναν ακραίο συναισθηματισμό. Έχει προσδώσει στην έννοια της Εθνικής μια φαντασιακή υπόσταση κι έχει καταστήσει τον εαυτό του αυτόκλητο προστάτη της –προστάτη ενός ιδανικού, νομίζει, μιας αξίας που οφείλει κάποιος να διαφυλάξει, σα να ταν αυτή η τελευταία φλόγα που σιγοκαίει ακόμα μέσα στους ωκεανούς ενός πνιγηρού επαγγελματισμού. Η άρνηση των παικτών στις προσκλήσεις αντιμετωπίζεται ως προδοσία γιατί είναι ακριβώς η άρνηση των αξιών  του –το θέμα, για το Νίκο Παπαδογιάννη, είναι αυστηρά προσωπικό. Ίσως φαντάζεται τον εαυτό του ως τον τελευταίο ρομαντικό, ένα Σερίφη του Καλού που προσπαθεί να βάλει τάξη στην πόλη που’ χει επιλέξει να εποπτεύει, κι ίσως να τα καταφέρνει –δεν μπορεί να είναι δύσκολο: όλοι οι πολίτες της έχουν μετακομίσει αλλού. 

ΥΓ: Το απόσπασμα στην αρχή, σχετικά, του κειμένου είναι από το Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό, συλλογικό έργο το οποίο έχουν επιμεληθεί οι Βασίλης Βαμβακάς και Παναγής Παναγιωτόπουλος. 










Δεν υπάρχουν σχόλια: