Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

ΕΠΙΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΤΟΥ KEVIN DURANT


Από τη μία, αναλυτές και παρατηρητές του παιχνιδιού που ψάχνουν τάσεις, μεταβολές και ιστορίες, προσπαθούν ν’ αποστασιοποιηθούν, όσο κάθε φορά είναι δυνατόν, και να κοιτάξουν το παιχνίδι γι’ αυτό που είναι, αποδεχόμενοι το ρόλο τους και κρύβοντας την αγανάκτησή τους που δε συμμετέχουν –με την πρακτική έννοια- σ’ αυτό. Από την άλλη, σχολιαστές, πρώην φίλαθλοι, παλαίμαχοι παίκτες, κατ’ επίφαση δημοσιογράφοι, νοσταλγοί όλοι μια εποχής που ποτέ δεν υπήρξε, άρτι αφιχθέντες, θαρρείς, από μια στριμωγμένη θέση ενός γεμάτου γηπέδου, βρωμάνε ακόμα την ιδρωτίλα ενός ντέρμπι, φωνάζουν σε εντάσεις διαδοχικών θαυμαστικών και συμπληρώνουν το γραπτό τους λόγο με ορδές αποσιωπητικών. 

Η μετακίνηση του Kevin Durant στο Golden State κατέδειξε, για μία ακόμη φορά, τα δυο κυρίαρχα (αντικρουόμενα) ρεύματα της σημερινής αθλητικογραφίας.  

Η πρώτη κατηγορία της παραπάνω παραγράφου προσπάθησε να δει την ιστορικότητα του γεγονότος, να αναλύσει την τάση του ΝΒΑ προς τις superteams, να επισημάνει το αναπόφευκτο μιας τέτοιας κατάστασης λόγω της πρόσφατης αύξησης του salary-cup (θα ήταν τόσο διαφορετικό το αποτέλεσμα αν ο Durant επέλεγε τους Spurs;), συχνά χωρίς να κρύβει τον ενθουσιασμό της για τη σεζόν που έρχεται: η καλοκαιρινή προσδοκία πως ίσως δούμε κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σπάνια εμφανίζεται χωρίς να είναι ψευδαίσθηση (ελληνικό κι αμερικανικό παράδειγμα).

Η δεύτερη κατηγορία, περισσότερο συναισθηματική κι αυθόρμητη, εξέφρασε θυμό κι απογοήτευση, είτε επειδή η ιστορία του Durant στους Thunder δεν είχε happy-end, το οποίο κατά ένα διαστροφικό τρόπο πολλοί θεωρούν ως τη μόνη αποδεκτή κατάληξη σε κάθε περίσταση, είτε επειδή ο Durant έκανε την «εύκολη επιλογή», θάβοντας και την τελευταία ικμάδα ανταγωνισμού εντός Λίγκας κάτω από τις στάχτες στις οποίες (προβλέψιμα και τετριμμένα) μετατράπηκαν οι φανέλες του στα χρώματα της Oklahoma (ελληνικό κι αμερικανικό παράδειγμα).

Οι μεταξύ τους διαφορές, μεταξύ όσων σπεύδουν ν’ αναλύσουν κι όσων σπεύδουν να καταδικάσουν, δεν είναι απλά διαφορές προσέγγισης, τόνου και ύφους, ή αισθητικής του κειμένου –παρόλο που, προφανώς, είναι και αυτά. Οι αναλύσεις προσπαθούν να αναδείξουν, να βγάλουν στην επιφάνεια διαφορές ή ομοιότητες και διακοπές ή συνέχειες, να κρατήσουν μια απόσταση και μια ισορροπία. Τα εκρηκτικά κείμενα της άλλης πλευράς θέτουν στο επίκεντρο τη διάψευση προσδοκιών που έχει υποστεί ο εκάστοτε συγγραφέας τους, σε τόνο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυστηρά προσωπικό, σαν παιδιά που αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως δε θα πραγματοποιηθούν όλες οι ευχές που κάποτε είχαν κάνει –οι προσωπικές μαρτυρίες και περιγραφές είναι πάντα ευπρόσδεκτες, εκτός απ’ τις φορές που υποκρίνονται πως είναι κάτι άλλο. 

Και κάτω απ’ το προσωπικό, ειδικά υπ’ αυτές τις συνθήκες, χάνεται κάθε ευρύτερη διάσταση ενός γεγονότος: οι superteams δεν είναι σημερινό φαινόμενο ή μια παροδική τάση, αλλά μία πτυχή του ΝΒΑ που υπάρχει σχεδόν από τη γέννηση του: κανείς μπορεί να υποστηρίξει πως η πρώτη τέτοια ομάδα ήταν οι Lakers του 1968, τη χρονιά που πρόσθεσαν τον Wilt Chamberlain δίπλα στους West και Baylor. Ολόκληρη η ιστορίας της Λίγκας είναι ιστορίες δυναστειών –ομάδων που κινούσαν τις απαραίτητες διαδικασίες και παικτών που ήταν πρόθυμοι να τις ακολουθήσουν.

Κι αν ο σχηματισμός των superteams έδειχνε να ατονεί στα 90s, όπου η έννοια του rivalry σε πολλά επίπεδα ήταν ακόμα πολύ επίκαιρη(αν και υπάρχει το παράδειγμα του Houston με Dexter, Hakeem, Barkley), και να παραμένει σε υποτονικά επίπεδα για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2000[i](εδώ είχαμε βέβαια το αποτυχημένο πείραμα των Lakers με Kobe, Shaq, Payton, Malone), η Βοστόνη το 2007-08, με την τριάδα των Garnett, Pierce, Allen, έβαλε τον όρο Big-3 σε κάθε σύγχρονο μπασκετικό λεξιλόγιο. Ακολούθησαν το Miami του Lebron, οι Lakers για το σύντομο διάστημα που είχαν πυρήνα τους Kobe, Howard, Nash, ξανά ο Lebron με την περσινή επιστροφή του στο Cleveland, κι από φέτος οι Warriors. Επιπλέον, η Βοστόνη ψάχνει ακόμα έναν σταρ δίπλα στους Horford και Thomas, o οποίος θα μπορούσε να ήταν ο Durant, ενώ οι Spurs, παρόλο που κινήθηκαν σχετικά χλιαρά για τον τελευταίο, στο άμεσο μέλλον πιθανότατα θα κυνηγήσουν κάποιο μεγάλο όνομα δίπλα στους Leonard και Aldridge –μεγαλώνοντας έτσι κατά πολύ τον αριθμό των ομάδων που επιλέγουν αυτόν τον πολυεστιακό τρόπο δόμησης (με πιο χαλαρά κριτήρια κανείς μπορεί να προσθέσει και τους Clippers).


Η έλευση του Durant στην Oracle Arena, όμως, σηματοδοτεί κάτι παραπάνω από την επαλήθευση μιας τάσης και πολλά παραπάνω από το άγχος του παίκτη να διαφυλάξει το legacy του που τείνει, για τους Αμερικανούς, ν’ αποτελέσει παράγωγο του φετιχισμού των δακτυλιδιών: είναι μια ισχυρή υπενθύμιση πως οι ομάδες πλέον οφείλουν να κινηθούν προς περισσότερο πλουραλιστικά μοντέλα, στα οποία δεν προσθέτουν απλά κυρίαρχους παίκτες, αλλά δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο αυτοί λειτουργούν αρμονικά, όχι μοιράζοντας απλοϊκά έναν αριθμό κατοχών σε κάθε αστέρι τους, αλλά τοποθετώντας τους όλους εντός ενός διακριτού συστήματος με συγκεκριμένες αρχές οι οποίες προσαρμόζονται σε και προσαρμόζουν τον κάθε παίκτη που το συναποτελεί (άλλες ενδείξεις αυτής της κατεύθυνσης είναι βέβαια διαχρονικά το μπάσκετ των Spurs και πιο πρόσφατα η καθολική αναγνώριση του Brad Stevens και του Mike Buzeholder). 

O Durant έκανε μία απολύτως ορθολογική επιλογή: επέλεξε την ομάδα που, μαζί με τους Spurs, θα του έδινε το πλεονέκτημα για την κατάκτηση ενός ή πολλών πρωταθλημάτων, τη μόνη ομάδα που βρίσκεται ένα –τουλάχιστον, ακόμα και χωρίς αυτόν, βήμα πιο κοντά στην κορυφή απ’ ότι η Oklahoma. Θα ήταν παράλογο να 'φευγε από τους Thunder για οποιονδήποτε άλλο οργανισμό. Παράλληλα, η όλη από μέρους του διαχείριση της κατάστασης (σύντομη διάρκεια του σίριαλ, στιβαρή επιχειρηματολογία στην επιστολή του, εκτίμηση –αμοιβαία- προς την πρώην ομάδα του) φανερώνουν ένα σεμνό άνθρωπο που δεν καταχράστηκε την παρουσία του στη δημόσια σφαίρα, ούτε άφησε τον εαυτό του ν’ αφεθεί στα ναρκισσιστικά της σκοτάδια. Παλαιότερες –άλλοτε δίκαιες κι άλλοτε άδικες- αντιπαραθέσεις του με δημοσιογράφους, αλλά και οι ατυχείς, εκνευριστικά μικροαστικές δηλώσεις για την τιμή του παπουτσιού του αποδείχθηκαν η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας. 

Όσοι τον κρίνουν και τον κατακρίνουν βλέπουν το μπάσκετ αποκλειστικά σαν μια μηχανή παραγωγής αδρεναλίνης, ικανό να τους προσφέρει συγκινήσεις μόνο μέσω της αμφίρροπης εξέλιξης ενός αποτελέσματος, κι όχι σαν ένα γεγονός που συμβαίνει στιγμή-τη-στιγμή, με κάθε φάση ν’ αποτελεί μια μονάδα που ανήκει σ’ ένα σύνολο, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει εξίσου με σχετική αυτονομία. Νιώθουν τους Warriors να ξεφεύγουν απ’ τον υπόλοιπο ανταγωνισμό (κάτι που, έτσι κι αλλιώς, μένει ν’ αποδειχθεί) και φοβούνται πως θα χάσουν το θέαμα που τους προσέφερε πάντα μια λύση διαφυγής, ένα μέσο διάσπασης της προσοχής, και ποτέ ένα λόγο συγκέντρωσης. Όλοι αυτοί μπορούν να δέσουν το πόδι τους σ’ ένα ελαστικό σκοινί και να βουτήξουν στο κενό, ή να περπατήσουν απ’ άκρη σ’ άκρη ενός γκρεμού πάνω σε μια ελάχιστου πλάτους επιφάνεια –θα τους προσφέρει ακριβώς την ίδια εκτόνωση. Οι υπόλοιποι μπορούμε να παραμείνουμε προσηλωμένοι στις οθόνες μας, παρακολουθώντας πως η καλύτερη ομάδα αφομοιώνει τον καλύτερο παίκτη που μπορούσε να προσθέσει (μαζί, ίσως, με τον Antony Davis και την εξαίρεση του Lebron)).

Υπάρχει, όμως, μία ακόμη διάσταση που αξίζει ν’ αναφερθεί: το να κάνει ο Durant μια επιλογή στην οποία αντιτίθεται όλη η υπόλοιπη λίγκα, αλλά και το διοικητικό της κομμάτι καθεαυτό, είναι μια δυνατότητα που οι παίκτες απέκτησαν μόλις το 1988 –τόσο πρόσφατη είναι η θέσπιση του free agency. Πριν την εισαγωγή του θεσμού, οι παίκτες ήταν δέσμιοι των οργανισμών που τους επέλεγαν στο draft, υποχρεωμένοι να τελειώσουν εκεί την καριέρα τους αν δεν αποφάσιζε κάποιο trade η ίδια η ομάδα, δίχως να αναλαμβάνουν σε κανένα σημείο τον έλεγχο της καριέρας τους. Στα αθλητικά περιβάλλοντα τα οποία, ειδικά στην αμερικανική τους εκδοχή, χαρακτηρίζονται από μια απόλυτα κάθετη δομή (Ιδιοκτήτης-Πρόεδρος-GM-Προπονητής-Παίκτες) μια τέτοια στιγμή δημοκρατικότητας, όπου ο παίκτης αποφασίζει αποκλειστικά με βάση τα δικά του θέλω, δεν είναι κάτι αμελητέο. 

Γιατί όσο κι αν συχνά ακούμε, αόριστα και γενικόλογα, για Το Παιχνίδι, Το Πνεύμα του Παιχνιδιού και τον Ιερό Ανταγωνισμό, σε σημείο που οι παίκτες να λοιδορούνται αν τολμήσουν να παραβούν αυτές τις ψευδοαρχές, ευλύγιστες πάντα κατά το δοκούν, Το Παιχνίδι δεν είναι τίποτα άλλο από τους ίδιους Τους Παίκτες –με τον ίδιο τρόπο που, όπως το θέλει ο στίχος του Yeats[ii], ο χορός είναι ο ίδιος ο χορευτής.

Διαφορετικά: σ’ ένα άδειο από φιλάθλους, παράγοντες, διαιτητές και προπονητές γήπεδο θα υπάρχουν πάντα δέκα, ή έστω ένας, παίκτες και μία μπάλα –κι ας μην τους παρακολουθεί κανείς άλλος. Σ’ ένα γήπεδο άδειο από παίκτες δεν υπάρχει κανείς, ούτε καν η μπάλα.




[i] By the turn of the century, no two (much less three or four) stars could coexist in one city. The best players deigned to have their own teams and could be happy only as the Jordans of their fiefs. Allen Iverson couldn’t share with anyone in Philadelphia. Charlotte wasn’t big enough for Alonzo Mourning and Larry Johnson. In Minnesota, Stephon Marbury couldn’t handle making less money than Kevin Garnett. In Toronto, Tracy McGrady wanted no part of being Scottie Pippen to Vince Carter’s Jordan. New York Times



[ii] O body swayed to music, O brightening glance,
How can we know the dancer from the dance? William Butler Yeats, Among School Children








Δεν υπάρχουν σχόλια: