Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΠΑΜΠΛΟ ΠΡΙΧΙΟΝΙ: Η ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΑΤΟΧΗΣ



Η αγωνιστική δράση και η υπόθεση Τζεντίλε άφησαν ένα μικρό παράθυρο για τη συζήτηση γύρω από τον Πάμπλο Πριχιόνι, κι αυτό μπορεί φαινομενικά να χώρεσε το αδύνατο frame του Αργεντινού, αλλά ήταν αδύνατον να χωρέσει όλα τα υπόλοιπα. Συγκριτικά με τους σύγχρονούς του Ευρωπαίους playmakers, ο Πριχιόνι δεν είχε κανένα από τα φυσικά προσόντα του Παπαλουκά ή του Διαμαντίδη, τα ένστικτα σκόρερ του Σπανούλη ή του Γιασικεβίτσιους, ούτε και αναζήτησε ποτέ τις μεταφυσικές στιγμές του Τεόντοσιτς, ή οτιδήποτε άλλο θα θα μπορούσε εύκολα και γρήγορα ν’ αναδειχθεί ως το κυρίαρχο στοιχείο του παιχνιδιού του. Αντίθετα, το κέντρο της αγωνιστικής του παρουσίας πρέπει να αναζητηθεί αλλού, λίγο βορειότερα, όχι στις κινήσεις του σώματος καθεαυτές, αλλά στις αποφάσεις του κεφαλιού που τις ορίζουν.


Η εγκεφαλικότητα του Πριχιόνι, όμως, δεν περιορίζεται στο σαφάρι της έμπνευσης, παρά το ότι είχε και θα έχει πολλές τέτοιες στιγμές, ούτε στην έμφαση στο ένα ή το άλλο επί μέρους στοιχείο του παιχνιδιού του, σε άμυνα ή επίθεση, αλλά καλύπτει ολοκληρωτικά οτιδήποτε μπορεί να εμφανιστεί ή να προκύψει πάνω σ’ ένα παρκέ. Αν έπρεπε να χωρέσει σε μία φράση, η αγωνιστική παρουσία του Αργεντινού συνοψίζεται ως η προτεραιότητα της παρούσας κατοχής, της φάσης που εξελίσσεται αυτήν εδώ τη στιγμή, χωρίς καθόλου παρελθόν πίσω της και με κανένα μέλλον μπροστά της --η διαρκής αναζήτηση τρόπων με τους οποίους μπορεί να παρέμβει και ν’ αλλάξει ή να εδραιώσει υπέρ του τη ροή ή το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης φάσης.

Ένα μικρό παράδειγμα είναι ο τρόπος που ο Πριχιόνι μάρκαρε κι αντιμετώπιζε την επαναφορά από την τελική γραμμή, μετά από καλάθι της ομάδας του. Η επαγρύπνηση, η συγκέντρωση, η ετοιμότητα, ο τρόπος που έμενε αρκετά μακριά ώστε να μην τον προσέξουν, αλλά, ταυτόχρονα, αρκετά κοντά ώστε να προλάβει να χωθεί στη φάση, είναι ενδεικτικά του πως κατάφερνε από περιστάσεις όπου οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν συμβατικά ή δεν αντιμετωπίζουν καθόλου, εδώ την άμυνα μετά από μία επαναφορά, να πάρει τα πάντα, δηλαδή την ευκαιρία για ακόμα μία κατοχή.


Ο Prigioni, παράλληλα, αν και καθιερώθηκε στο ευρωπαϊκό τοπίο μέσω της Μπασκόνια, τότε Ταου Κεράμικα, και του συγκεκριμένου, fast-paced μοντέλου του Ιβάνοβιτς, τα θεμέλια του οποίου είναι ορατά μέχρι σήμερα, δεν αφομοιώθηκε ποτέ από το συγκεκριμένο τρόπο παιχνιδιού στο βαθμό που θα τον καθιστούσε αναξιόπιστο σε διαφορετικό πλαίσιο παιχνιδιού. Δεν υπήρχε ρυθμός που να μην μπορούσε ν’ ακολουθήσει, ή, ακριβέστερα, ρυθμός που δεν μπορούσε ο ίδιος να ορίσει. Μπορεί μήπως να σκεφτεί κανείς μια ευρωπαϊκή ομάδα η οποία δεν θα μπορούσε να του παρέχει μια θέση στο ρόστερ της, αν ήταν ελεύθερος το προηγούμενο καλοκαίρι;

Ο Πριχιόνι, αν και μη Ευρωπαίος ο ίδιος, είναι ο παραδειγματικός Ευρωπαίος playmaker --ψυχρός υπολογιστής δεδομένων σε διαρκώς ρέουσα συνθήκη, ευπροσάρμοστος σε κάθε περίσταση, φάρος πνευματικής και συναισθηματικής διαύγειας, με πολλές clutch παραστάσεις που ίσως να φαίνονται παρά φύσιν βάση των στατιστικών του, μια ανωτέρα αρχή που μπορούσε να μετατρέψει ένα σύνολο παικτών σε μια εύρυθμη ομάδα μπάσκετ σχεδόν τη στιγμή που πατούσε παρκέ.

Διαφορετικά: ο Πριχιόνι ενσαρκώνει μεγάλο μέρος του γενετικού κώδικα του Ευρωπαϊκού μπάσκετ, των αρχών, απαιτήσεων και αγωνιστικών συμπεριφορών που το καθιστούν ένα ελαφρώς διαφορετικό άθλημα απ’ αυτό που παίζεται στο ΝΒΑ. Γι’ αυτό ίσως η πιο δόκιμη σύγκριση με όσους έπαιξαν και ξεχώρισαν στη θέση του την ίδια εποχή να είναι αυτή με τον Δημήτρη Διαμαντίδη: η έμφαση στη ομαδικότητα, ο απόλυτος τρόπος που ήλεγχαν τον ρυθμό, η κανονιστική ενορχήστρωση του pick-n-roll, η προσωπική τους άμυνα που ανέδυε μια σκιά παρελθοντικών, πιο physical εποχών, η αντίστοιχη ομαδική που ερχόταν από ένα μηχανικό, φουτουριστικό μέλλον που ακόμα δεν έχει φτάσει, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που φέρνουν του δύο παίκτες πολύ κοντά. Ενδεχομένως, κανείς μπορεί να υποστηρίξει ότι ο Διαμαντίδης αντιπροσωπεύει το που θα μπορούσε να’ χε φτάσει ο Πριχιόνι, αν είχε κυρίαρχη φυσική παρουσία και αξιόπιστη περιφερειακή απειλή.

Η βασική τους διαφορά, βέβαια, βρίσκεται στον τρόπο που φρόντισαν το σώμα τους κατά τη διάρκεια της καριέρας τους: ενώ είναι γνωστή - κι ευκόλως ορατή με μια απλή ματιά- η απέχθεια του Διαμαντίδη στα βάρη, οι ιστορίες για τα κατορθώματα του Πριχιόνι στον πάγκο είναι κάτι σαν αστικοί μύθοι. Το ότι έπαιξε τέσσερα χρόνια στο ΝΒΑ πηγαίνοντας εκεί στα 35 του, παραμένοντας εξόχως ανταγωνιστικός ακόμα και σε επίπεδο play-offs, ακόμα κι αν απέναντι του είχε τον καλύτερο σύγχρονο playmaker, τον Κρις Πολ, και ο σεβασμός που ενέπνευσε σε παίκτες, προπονητές και δημοσιογράφους εκεί, είναι σπάνιο κατόρθωμα που δύσκολα θα επαναληφθεί από Ευρωπαίο παίκτη. Με τον τρόπο αυτό αντιπροσωπεύει μια κατηγορία παικτών που αποτελείται από τους εξής δύο: τον Πάμπλο Πριχιόνι και τον Ντάριλ Μίντλεντον.

Η σκιά νοσταλγικής διάθεσης που σκέπασε για μερικές ώρες τον ευρωπαϊκό ουρανό όταν ανακοινώθηκε η επιστροφή του, είναι η απόδειξη πως το μπάσκετ στην Ευρωπαϊκή του εκδοχή μπορεί να παράγει τα δικά του είδωλα, πλήρως προσαρμοσμένα στις δικές του απαιτήσεις. Για όσους ανυπομονούν για μια ακόμα παράσταση, απ’ αυτές που αντηχούν το παρελθόν και συζητιούνται στο μέλλον, ας περιμένουν την επόμενη συνάντησή του με τον Χουάν Κάρλος Ναβάρο.





1 σχόλιο:

bhoy είπε...

Τελικά, αντιληφθήκατε γιατί ήρθε κι έφυγε τόσο σύντομα;
Κρίμα που δεν έμεινε έως τον Ιούνιο...